- μετωπηδόν
- (Α μετωπηδόν και μετωπαδόν)επίρρ. με το πρόσωπο στραμμένο προς τα εμπρός, κατά μέτωπο, κατά πρόσωπο, κατά παράταξη («τὰς μὲν ἀρχάς ἐπιβαλεῑν μετωπηδὸν ποιούμενος τὴν ἔφοδον», Πολ.)αρχ.(για πλοία) κατά γραμμή, κατά παράταξη («μετωπηδὸν ἔταξαν τὰς ναῡς», Πολυδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν / -αδόν (πρβλ. οφθαλμ-ηδόν].
Dictionary of Greek. 2013.